03.08.11

Εστίασε στο κενό.  Σκεφτόταν, θυμόταν, δάκρυζε. Τα μάτια του κοκκίνησαν και πρήστηκαν. Τα πνευμόνια ρούφηξαν θειάφι και έφτυσαν πόνο. Στο στήθος ένα βάρος γνωστό. Πόδια κουρασμένα απ'τις μάταιες βόλτες στις θάλασσες δίχως τέλος.
Δυο μάτια γεμάτα φως και σιγουριά. Φώτα και χαμένη σιγουριά που του θυμίζουν δυο μάτια. 

Ερωτεύτηκε μέσα της, αγάπησε μέσα της, μίσησε μέσα της, μίσησε και τον εαυτό του. Γι’ αυτό της είπε να φύγει μακριά. Κάπου που ο αέρας δε θα ήταν θειάφι, κάπου που η ψυχή της θα άδειαζε απ’τα θλιβερά ποιήματα. Κάπου που δε θα τη στοιχείωνε ό,τι όμορφο είχανε ζήσει.

Για μια ακίνητη, φευγαλέα στιγμή την είδε, όπως τότε. Με όλη τη σιγουριά της. Άνοιξε τα χείλη για να φωνάξει. Ήθελε ν’ακουστεί μέχρι τα πέρατα της γης, ήθελε ο πιο ξέγνοιαστος άνθρωπος να ακούσει την κραυγή του και να γεμίσει η ψυχή του φρίκη.
Άνοιξε τα χείλη, μα δε βγήκε ήχος. Δε βγήκαν λέξεις. Και τα χείλη έτρεμαν.

Ήθελε να τον καταστρέψει, για να μην αλλάξει ποτέ ξανά.
Ήθελε να τον καταστρέψει, για να μην την καταστρέψει ποτέ ξανά.
Ήθελε να τον καταστρέψει, για να δει εκείνη τη σιγουριά στα μάτια του.
Ήθελε να τον καταστρέψει, για να τον αγαπά για πάντα.

«Κατέστρεψέ με», της είπε.