Γύρισε σπίτι περίπου στις 8 το πρωί. Μάλλον. Ήδη ξεχνούσε πράγματα από εκείνο το βράδυ. Σωριάστηκε στο κρεβάτι, προσπάθησε να κοιμηθεί, μα ένοιωθε ότι δεν έπρεπε. Θα ξεχνούσε πιο γρήγορα έτσι. Ίσως βέβαια αυτή να ήταν η λύση. Η λήθη είναι αναπόφευκτη, ίσως η αποδοχή της να οδηγήσει στη λύτρωση.
Λύτρωση.
Λύτρωση.
Λύτρωση;
Αν αυτό αναζητούσε τελικά, τότε γιατί συνεχώς υποβαλλόταν στο ανέφικτο;
Γύρισε το κεφάλι και κοίταξε το ρολόι, που χτυπούσε ρυθμικά δείχνοντας 3 και τέταρτο. Στο σκοτεινό δωμάτιο ο ήλιος είναι ανεπιθύμητος, μόνο το ρολόι θυμίζει πως ο χρόνος διαπράττει το έγκλημα του να κυλά τόσο γρήγορα. Αν και μάλλον φταίει η αδυναμία του είδους μας να συνειδητοποιήσει τη συμπεριφορά του. Γι αυτό άλλωστε έχουμε δημιουργήσει την έννοια της ημέρας, της ώρας, του λεπτού. Έννοιες με πρακτική αξία, αλλά αδύναμες να ορίσουν τη στιγμή ακριβώς που ξεπερνάει κάποιος αυτό που τον βασανίζει.
«Δεν θέλω ο χρόνος να είναι κύριος του μυαλού μου, δε θέλω η λήθη να περάσει χωρίς την άδειά μου. Ευτυχώς όμως στιγμές σαν την χθεσινή δεν μπορούν να αλλοιωθούν».
Γιατί κάποια πράγματα είναι πολύ άσχημα για να τα θυμάσαι,
μα πολύ όμορφα για να τα ξεχάσεις.
- - - - - - - - - -