κρησφύγετο

κούρνιασα λαχανιασμένη μαζί του στο μικρό κομμάτι ελεύθερου χώρου
σαν μικροί ληστές σε κρυψώνα
και μου είπε τόσα
μας προστάτευαν τα κατεβασμένα ρολά,
οι κλειστές κουρτίνες
ο χώρος με τύλιγε με τα απαλά του χέρια
έλαμπε με τα φωτεινά του μάτια
έμοιαζε με κρησφύγετο αμαρτωλών και κολασμένων
που πάσχιζε να κρύψει το φως του ήλιου
και μου είπε τόσα.

έφυγα
και κατάλαβα πως δεν του είχα πει τίποτα
δεν του είπα πως η φωνή μου βράχνιαζε από φόβο
δεν του είπα πως τα μάτια μου τον απέφευγαν από ενοχή
δεν του είπα πως η φυγή ρέει στο αίμα μου

ήμουν το σκοτάδι για πολύ καιρό
και με είδε ξανά μια ηλιαχτίδα

και πώς να γίνω νύχτα ξανά
τώρα που η απώλεια πάγωσε τον ήλιο;

Take me back there

I will remember that house, the lousy attempts to make dinner, falling asleep on the sofa, the morning light coming from the windows. Our noons, our nights, our chit-chats and deep conversations, our bodies sleeping, reaching together the edge of the bed like waterfalls; rough, yet soothing, immediate, yet forever.
Arms around mine, legs beside mine, grining and smiling. 
The warmth that still makes me laugh.



Home. 

September, (2015) 2016