Η πόλη της θλίψης.

Ξύπνησα από τον θόρυβο της πόλης, εκεί στο πεζοδρόμιο που με είχε βρει ο ύπνος. Σ'αυτήν την απαίσια πόλη. Άλλες φορές την σιχαίνομαι και άλλες την φοβάμαι. Ούτε που κατάλαβα πόσο με άλλαξε. Αλλά έτσι κάνει σε όλους, μέρα με την μέρα, κάθε στιγμή, ξεζουμίζει όλο σου το είναι και σ'αφήνει άδειο.

Άχρωμη πόλη λοιπόν, και προβλέψιμη. Παντού όμοιο σκηνικό. Κτήρια, σπίτια κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο. Ο κάθε διάδρομος, ο κάθε όροφος. Πόσο ίδια είναι όλα! Και όμως, οι ιδιοκτήτες δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Μια τυπική καλημέρα, ένα κούνημα του κεφαλιού προς τα κάτω, σε ενδειξη αναγνώρισης. Τίποτα άλλο. Κενοί τοίχοι, κενοί άνθρωποι.

Πόλη ανούσια. Τεράστια τμήματα της ενωμένα με μια άσφαλτο. Σε ελάχιστα σημεία μία παρεμβολή με πράσινο, μια μικρή ανάσα πριν τον πνιγμό. Αυτοκίνητα που δεν ενδιαφέρονται για κανέναν. Χαμένοι άνθρωποι μέσα στην ατελείωτη ζούγκλα καταστημάτων και πλανόδιων πωλητών. Αμέτρητες φωτεινές επιγραφές, φωταγωγοί και καυσαέριο. Για πόσο ακόμα θα κρύβουμε το φεγγάρι; Για πόσο ακόμα θα κυνηγάμε την ολοκλήρωση στο τίποτα;

Πόλη που όλοι εμείς δημιουργήσαμε. Και την ανεχόμαστε, γιατί μας μοιάζει τόσο πολύ.
Για να αντιμετωπίσω λοιπόν μία ακόμη πικρή και σκονισμένη μέρα σ'αυτήν, σηκώθηκα απ'το παγκάκι και χάθηκα στο βουητό της.

Χάνομαι.

Και εκεί που χάνεσαι, που δεν ακούς πια την λογική,
υπάρχει κάτι που μπορεί να διώξει όποια απειλή.
Μα μια ανάσα, ένας ψίθυρος στ'αυτί.
μπορεί στο τέλος να σου σκλαβώσει την ψυχή.


Μετά από τόσο καιρό τίποτα δεν έχει αλλάξει. Κι αν κάποιες φορές νιώθω άδεια, να ξέρεις πως έχω στερέψει από λόγια, όχι από συναισθήματα. Αλλά δεν ανησυχώ. Αν είναι να χαθώ, ας χαθώ στον ωκεανό των ονείρων σου.