Μοναξιά και λάθη.


    Με αφορμή μία συζήτηση που είχα τις προάλλες, αναρωτιόμουν γιατί πολλές φορές οι άνθρωποι, ακόμα κι όταν έχουν ξεκαθαρίσει τα συναισθήματά τους, κάνουν λάθη. Αντί να εκδηλώσουν αυτό που νιώθουν πραγματικά (ή έστω να το αναζητήσουν), δημιουργούν σχέσεις που θα τους οδηγήσουν στο πουθενά, αφήνουν τον άλλον με ψεύτικες ελπίδες, που στο τέλος μόνο άσχημο τέλος μπορούν να φέρουν και στους δύο.
    Η πρώτη απάντηση που μου ήρθε ήταν "για να καλύψουν την μοναξιά τους". Ο συνομιλητής μου δεν συμφώνησε με αυτό. "Μα όλοι μας, όσο και να μη το παραδεχόμαστε, έχουμε τουλάχιστον κάποιους ανθρώπους να νοιάζονται για μας. Ποτέ δεν είμαστε στα αλήθεια μόνοι". Η αλήθεια είναι πως, παρόλο που κατακρίνω τέτοιες συμπεριφορές, κατανοώ γιατί γίνονται. Έχω κάνει τέτοια λάθη (και μάλλον κάνω και τώρα).
    Γιατί όσους φίλους και να έχεις, όσους ανθρώπους γύρω σου που να νοιάζονται για σένα, ή όση αισιοδοξία και να σε διακατέχει, στο τέλος της ημέρας είναι αδύνατο να μη νιώσεις ότι θέλεις περισσότερα. Είναι αδύνατο να μη νιώσεις ότι είσαι μόνος, και δε μπορεί κανένας να σε σώσει απ'τις ίδιες σου τις σκέψεις.
    Για μένα, αυτό είναι ένα απ'τα χειρότερα συναισθήματα και μία απ'τις μεγαλύτερες μάστιγες στην σημερινή εποχή: το να μην είσαι σίγουρος για τους άλλους, ή ακόμα χειρότερα για τον εαυτό σου. Το να περικλύζεσαι από πολλούς ανθρώπους και πάλι να νιώθεις μόνος.

The Only Moment(s) We Were Alone.

Sometimes, I can't help thinking of a certain someone, and how we would have these few hours together at the end of every Friday. It was sacred. If anyone tried to intrude, we would subtly shoo them away. Because that time was for us. We would take a walk, unwind for a bit, talk about anything that worries us, and then leave. Nothing else was needed that time. If it was raining he would hold an umbrella over my head. If it was cold he'd let me snuggle close. I miss those moments alone, when we were just the two of us.

Now that I think about it, it was like a glittering blackness, the time would stop. I guess it was only natural to be afraid, since I were lonely for so long before. My trembling hands prevented me from hugging goodbye, because what we lived was like a first breath after coma. Yeah, that's the only way to describe it.

He asked me to think about him 'sometimes', and he would instantly feel it. But I never really forgot him. I wonder if he can feel that. I wonder if he can feel that I'm yearning for the moment he'll place his hand in mine, I wonder if he can feel that I'm falling in a coma again, and noone can save me anymore.

It's just that, all the strength and human qualities in me are poor in front of such situation. But at least I know, no matter how lonely I feel, I'm not alone. Because, one day, my Friday will come again.






Note: Recently, I've been checking my readers and I was blown away by the amount of foreign 'followers' I have. I tried to add a page-translator (or sth like that) but it didn't work. It might be easier for me to write in my native language, but I'll try to write in English more often, or just translate them from Greek (like the one above).

Παλιά e-mails


   Συγγνώμη που δε γράφω τόσο συχνά. Για την ακρίβεια, συγγνώμη που δε γράφω καθόλου αυτόν τον καιρό.

   Η ζωή μου είναι μπερδεμένη.
   Συμβαίνουν πολλά πράγματα αυτόν τον καιρό, στα οποία αδυνατώ να αντιδράσω, ή ακόμα να πιστέψω πώς συμβαίνουν. Απλά αφήνω τις έγνοιες να με πλακώνουν, σε σημείο που να θέλω να ουρλιάξω, μα να μη μπορώ.
   Ξέρεις, συχνά ξυπνάω το πρωί και νιώθω ότι είμαι ένα εντελώς διαφορετικό άτομο από την προηγούμενη μέρα. Γι αυτό δυσκολεύομαι να καταλάβω γιατί κάνω τόσο αλλόκοτες σκέψεις, ή γιατί νιώθω συνεχώς τόσο παράξενα. Γι αυτό επίσης φοβάμαι να πω κάτι, γιατί ποτέ δε ξέρω ποιό κομμάτι του εαυτού μου το λέει αυτό, και αν θα πιστεύω το ίδιο πράγμα και αύριο.
   Και όλα αυτά γιατί θέλω πολλά πράγματα. Έχω δέκα διαφορετικά όνειρα, που θα γίνουν με δέκα διαφορετικούς τρόπους, οι οποίοι δε θα έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Έτσι, και να πραγματοποιηθεί κάποιο απ'αυτά, ποτέ δε θα χαρώ πραγματικά.
   Είμαι δειλή, γιατί δεν μπορώ να πιστέψω σε ένα όνειρο, από φόβο μήπως δε πραγματοποιηθεί ποτέ.

   Θα προσπαθήσω να γράφω πιο συχνά, στο υπόσχομαι. Περιμένω απάντηση, φιλιά.

You were there, smiling in my arms for all those years.

-Πώς νιώθεις;
-Σαν την πρώτη μας φορά. Πάλι.
-Ψέματα λες.
-Τί σε κάνει να το λες αυτό;
-Μα δε καταλαβαίνεις; Έχει περάσει τόσος καιρός από τότε που σε πρωτογνώρισα, από τότε που σε πρωτοφίλησα, από τότε που πρώτη φορά...
-Ναι, αλλά κάθε φορά μαθαίνω κάτι καινούργιο για σένα. Κάθε μέρα, αλλάζει και κάτι, κάθε μέρα και ένα νέο συναίσθημα βγαίνει στο φως. Μια χαζή συνήθεια, ένα αστείο περιστατικό. Αλλάζω και αλλάζεις. Γι αυτό δε θα σε βαρεθώ ποτέ. Αντίθετα κάθε μέρα θα με ενθουσιάζεις και περισσότερο. Δε θα σε βαρεθώ ποτέ, να το θυμάσαι αυτό.
-Μα πώς μπορείς τόσο εύκολα να νιώθεις πως προχωράει αυτό που έχουμε; Εσύ μπορείς να κάνεις ό,τι θες, ενώ εγώ έχω πολλές υποχρεώσεις τώρα. Και όσο πάνε θα αυξάνον-
-Αυτά αν θυμάσαι τα έχουμε ξαναπεράσει. Ήμουν εγώ στη θέση σου, μα έδειξες αρκετό θάρρος και το ξεπεράσαμε. Δεν έχω πρόβλημα να περάσω το ίδιο.
-Το έχω όμως εγώ! Υπέφερα απίστευτα εκείνη την περίοδο, πέρασα ατελείωτα βράδια άϋπνη απ'το κλάμα. Ξέρω πως εσύ έχεις περισσότερη δύναμη από μένα και δε θα φτάσεις σ'αυτό το σημείο. Όμως..
-Όμως τί;
-Δε θέλω να μένεις στάσιμος εξαιτίας μου. Έχεις όλη σου τη ζωή μπροστά, να κάνεις ό,τι τραβάει η ψυχή σου. Μη μένεις πίσω για μένα, δε το αξίζω. Έχεις την ελευθερία να-
-Μα δε το καταλαβαίνεις; Δε θέλω ελευθερία, εσένα θέλω.

Το φιλί που ακολούθησε ήταν παράξενο. Επιβεβαιωτικό μεν, γι αυτό που μου είπε, μυστήριο δε.
Περάσαμε την υπόλοιπη ώρα στην μπανιέρα, τραγουδώντας. Ως συνήθως. Μα δεν ήταν σαν την πρώτη φορά. Ήταν πολύ καλύτερα.



Η έκφραση "σ'αγαπάω" μοιάζει πολύ μικρή πια.

"Το λάθος, του λάθους, το λάθος, ώ λάθος."

Λάθος όλα. Διάλεξα το λάθος άτομο,  με λάθος ηλικία, στη λάθος πόλη, με λάθος φίλους. Το διάλεξα σε λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή. Είπα λάθος λόγια, μου έκανε λάθος ερωτήσεις, έδωσα λάθος απαντήσεις, είχαμε λάθος συμπεράσματα και κάναμε λάθος επιλογές, Τραβήξαμε λάθος δρόμους, τώρα ζούμε σε λάθος ρυθμούς και με λάθος μέλλον. Μα ο λόγος για όλα αυτά ήταν σωστός, γιατί τί είναι η ζωή χωρίς λάθη;



03.08.11

Εστίασε στο κενό.  Σκεφτόταν, θυμόταν, δάκρυζε. Τα μάτια του κοκκίνησαν και πρήστηκαν. Τα πνευμόνια ρούφηξαν θειάφι και έφτυσαν πόνο. Στο στήθος ένα βάρος γνωστό. Πόδια κουρασμένα απ'τις μάταιες βόλτες στις θάλασσες δίχως τέλος.
Δυο μάτια γεμάτα φως και σιγουριά. Φώτα και χαμένη σιγουριά που του θυμίζουν δυο μάτια. 

Ερωτεύτηκε μέσα της, αγάπησε μέσα της, μίσησε μέσα της, μίσησε και τον εαυτό του. Γι’ αυτό της είπε να φύγει μακριά. Κάπου που ο αέρας δε θα ήταν θειάφι, κάπου που η ψυχή της θα άδειαζε απ’τα θλιβερά ποιήματα. Κάπου που δε θα τη στοιχείωνε ό,τι όμορφο είχανε ζήσει.

Για μια ακίνητη, φευγαλέα στιγμή την είδε, όπως τότε. Με όλη τη σιγουριά της. Άνοιξε τα χείλη για να φωνάξει. Ήθελε ν’ακουστεί μέχρι τα πέρατα της γης, ήθελε ο πιο ξέγνοιαστος άνθρωπος να ακούσει την κραυγή του και να γεμίσει η ψυχή του φρίκη.
Άνοιξε τα χείλη, μα δε βγήκε ήχος. Δε βγήκαν λέξεις. Και τα χείλη έτρεμαν.

Ήθελε να τον καταστρέψει, για να μην αλλάξει ποτέ ξανά.
Ήθελε να τον καταστρέψει, για να μην την καταστρέψει ποτέ ξανά.
Ήθελε να τον καταστρέψει, για να δει εκείνη τη σιγουριά στα μάτια του.
Ήθελε να τον καταστρέψει, για να τον αγαπά για πάντα.

«Κατέστρεψέ με», της είπε.

Change.


You want to be somebody.
You want to do something.
Yourself stops you.
What is the right thing to say?
The correct thought to make?
Think again.
What you feel?
Then decide.
You take the step,
And finally change.

Become who you really want to be.


18.7.2011

Κι αν έχει περάσει καιρός απ την τελευταία φορά που σε είδα, δε πειράζει.
Γιατί σε βλέπω κάθε μέρα.

χαμόγελα. βλέμματα. χειρονομίες. σπρωξίματα. λέξεις. εκφράσεις. βηξήματα. κοπλιμέντα. καλημέρες. καληνύχτες. βρισιές. ειρωνίες. ψέμματα. αλήθειες. αμηχανίες. αδιαφορίες. αγγίγματα. βλέφαρα που ανοιγοκλείνουν. συμπόνια. λύπηση. απέχθεια. αγωνία. ανυπομονησία. χαρά. λύπη. χάος.

Ό,τι είναι οι άνθρωποι γύρω μου είσαι εσύ.
Σε νιώθω μέσα απο το πρόσωπο των περαστικών και σ'αγγίζω όταν με προσπερνούν.

Κι αν έχει περάσει καιρός απ την τελευταία φορά που σε είδα, δε πειράζει.
γιατί σε βλέπω μέσα σε όλους τους άλλους.

Η πόλη της θλίψης.

Ξύπνησα από τον θόρυβο της πόλης, εκεί στο πεζοδρόμιο που με είχε βρει ο ύπνος. Σ'αυτήν την απαίσια πόλη. Άλλες φορές την σιχαίνομαι και άλλες την φοβάμαι. Ούτε που κατάλαβα πόσο με άλλαξε. Αλλά έτσι κάνει σε όλους, μέρα με την μέρα, κάθε στιγμή, ξεζουμίζει όλο σου το είναι και σ'αφήνει άδειο.

Άχρωμη πόλη λοιπόν, και προβλέψιμη. Παντού όμοιο σκηνικό. Κτήρια, σπίτια κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο. Ο κάθε διάδρομος, ο κάθε όροφος. Πόσο ίδια είναι όλα! Και όμως, οι ιδιοκτήτες δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Μια τυπική καλημέρα, ένα κούνημα του κεφαλιού προς τα κάτω, σε ενδειξη αναγνώρισης. Τίποτα άλλο. Κενοί τοίχοι, κενοί άνθρωποι.

Πόλη ανούσια. Τεράστια τμήματα της ενωμένα με μια άσφαλτο. Σε ελάχιστα σημεία μία παρεμβολή με πράσινο, μια μικρή ανάσα πριν τον πνιγμό. Αυτοκίνητα που δεν ενδιαφέρονται για κανέναν. Χαμένοι άνθρωποι μέσα στην ατελείωτη ζούγκλα καταστημάτων και πλανόδιων πωλητών. Αμέτρητες φωτεινές επιγραφές, φωταγωγοί και καυσαέριο. Για πόσο ακόμα θα κρύβουμε το φεγγάρι; Για πόσο ακόμα θα κυνηγάμε την ολοκλήρωση στο τίποτα;

Πόλη που όλοι εμείς δημιουργήσαμε. Και την ανεχόμαστε, γιατί μας μοιάζει τόσο πολύ.
Για να αντιμετωπίσω λοιπόν μία ακόμη πικρή και σκονισμένη μέρα σ'αυτήν, σηκώθηκα απ'το παγκάκι και χάθηκα στο βουητό της.

Χάνομαι.

Και εκεί που χάνεσαι, που δεν ακούς πια την λογική,
υπάρχει κάτι που μπορεί να διώξει όποια απειλή.
Μα μια ανάσα, ένας ψίθυρος στ'αυτί.
μπορεί στο τέλος να σου σκλαβώσει την ψυχή.


Μετά από τόσο καιρό τίποτα δεν έχει αλλάξει. Κι αν κάποιες φορές νιώθω άδεια, να ξέρεις πως έχω στερέψει από λόγια, όχι από συναισθήματα. Αλλά δεν ανησυχώ. Αν είναι να χαθώ, ας χαθώ στον ωκεανό των ονείρων σου.




Connection.


Back then, I was desperately seeking to be strongly tied to someone.
Could it be fate, destiny, or a feeling like love or friendship. I really didn't care.
All I wanted was a bond so powerful, that would never be broken.

It took me too long to see, people can't just be tied together.. they have to connect.
Otherwise, they'll find themselves bound hand and foot.

 
In the end, you really gave me that bond, but not the connection.
   

Darkness.


Slowly walking to the door οf hell
willingly digging your own grave
You came to face death himself
Poor man, thinking you're that brave

Now in the shadows you'll lurk forever
You became one with them, like all the others
But how she aches for you and cares
You don't seem to know, there's only darkness

Down in the darkness now you wish
She'll never come across this door
Oh wait, is that her approaching?
Time for fun once more...

Look the other way.


   When we walk down a crowded street, we tend to look straight ahead and avoid making eye contact with other people. It's just like a tunnel vision. We are very insular and adjust our reactions according to the situation. Everyone prefers to look at the floor buttons in a lift, than look around and maybe catch somebody's eye. 
   Crowded buses and trains make us feel the same way. We bury our faces in a newspaper or a magazine - anything but make contact. Perhaps, if we were to loosen up a bit, we might find other people are actually friendly and worth to know better.

As the song says wisely, people are strange when you're a stranger.